- συμπτωτός
- -ή, -όν, Α [συμπίπτω]1. αυτός που εύκολα πέφτει, ετοιμόρροπος2. (για καμπύλη) τέμνουσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπτωταί — συμπτωτός secant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)